θερίστρια

θερίστρια
και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια)
αυτή που θερίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεριστήρ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερίστρια — fem nom/voc sg θερίστριον light summer garment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερίστριαν — θερίστρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • θεριστής — ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) [θερίζω] αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό νεοελλ. 1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής») 2. λαϊκή ονομασία τού μήνα Ιουνίου, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • θεριστής — ο θηλ. θερίστρια 1. αυτός που θερίζει. 2. Θεριστής (κύρ. όν.), ο μήνας Ιούνιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”